εκκλησιάζομαι

εκκλησιάζομαι
εκκλησιάζομαι ρ. αμετβ.
1) ходить в церковь;
2) участвовать в Божественной Литургии

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εκκλησιάζομαι" в других словарях:

  • εκκλησιάζομαι — εκκλησιάζομαι, εκκλησιάστηκα βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ακκλησίαστος — και ακκλήσιαστος, η, ο [εκκλησιάζομαι] 1. αυτός που δεν έχει εκκλησιαστεί ή δεν εκκλησιάζεται, ο αλειτούργητος 2. αυτός στον οποίο έχει απαγορευθεί ο εκκλησιασμός με αφορισμό ή άλλη τιμωρία …   Dictionary of Greek

  • εκκλησιάζω — (AM ἐκκλησιάζω) μσν. νεοελλ. 1. οδηγώ στη χριστιανική εκκλησία για παρακολούθηση τής ακολουθίας («οι δάσκαλοι εκκλησιάζουν τους μαθητές») 2. ἐκκλησιάζομαι μετέχω στη Θεία Λειτουργία …   Dictionary of Greek

  • ԵԿԵՂԵՑԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 0651 Chronological Sequence: Early classical, 12c չ. ἑκκλησιάζομαι, ἑξεκκλησιάζομαι congregor, in concionem evocor Ժողովիլ հաւատացելոց ի մի վայր. կոչմամբ եկաւորել ի մի. ժողվիլ. մէկտեղիլ. *Եկեղեցացաւ ամենայն ժողովուրդ որդւոցն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • εκκλησιάζω — εκκλησίασα, εκκλησιάστηκα, μτβ. 1. οδηγώ κάποιον στο ναό για παρακολούθηση της θείας λειτουργίας: Εκκλησιάζει τα παιδιά του συχνά. 2. το μέσ., εκκλησιάζομαι πηγαίνω στο ναό και παρακολουθώ τη θεία λειτουργία και γενικά παρακολουθώ όλες τις ιερές… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»